- οινοπνευματομέτρηση
- και οινοπνευματομετρία, ηο προσδιορισμός με το οινοπνευματόμετρο τής περιεκτικότητας τών αλκοολούχων ποτών σε οινόπνευμα, αλλ. αλκοολομετρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οινοπνευματομετρία — η η οινοπνευματομέτρηση, η αλκοολομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + μετρία (< μέτρης < μέτρο] … Dictionary of Greek